- παρεγχείρησις
- παρεγχείρ-ησις, [full] εως, ἡ,A encroaching on other people's business, Cic.Att.15.4.3 ; interference,
μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481
*.402 (Ephesus, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481
*.402 (Ephesus, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεγχείρησις — ήσεως, ἡ, Α [παρεγχειρώ] 1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου 2. εσφαλμένος συλλογισμός 3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία … Dictionary of Greek